- ἀσκαμωνία
- ἀσκᾰμωνία, ἡ,A = σκαμωνία, Gp.12.19.18, Hippiatr.31, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσκαμωνία — ἀσκαμωνίᾱ , ἀσκαμωνία fem nom/voc/acc dual ἀσκαμωνίᾱ , ἀσκαμωνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαμωνίᾳ — ἀσκαμωνίᾱͅ , ἀσκαμωνία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκαμωνία — ἀσκαμωνία, η (Μ) το φυτό περιαλλόκαυλον η σκαμωνία (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό εκχύλισμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθετικό) + σκαμωνία] … Dictionary of Greek
ἀσκαμωνίαν — ἀσκαμωνίᾱν , ἀσκαμωνία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)